- πολυπειρία
- η, ΝΜΑ [πολύπειρος]1. ευρεία εμπειρία, το να έχει κανείς πολλή πείρα, να έχει πολλές εμπειρίες2. η γνώση που αποκτάται με την πείρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπειρία — πολυπειρίᾱ , πολυπειρία great experience fem nom/voc/acc dual πολυπειρίᾱ , πολυπειρία great experience fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπειρίᾳ — πολυπειρίαι , πολυπειρία great experience fem nom/voc pl πολυπειρίᾱͅ , πολυπειρία great experience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπειρίας — πολυπειρίᾱς , πολυπειρία great experience fem acc pl πολυπειρίᾱς , πολυπειρία great experience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπειρίαν — πολυπειρίᾱν , πολυπειρία great experience fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπειρίην — πολυπειρία great experience fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногосъвѣдѣниѥ — МЪНОГОСЪВѢДѢНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Большая опытность, большие знания: ѡ Измаилитѣхъ вѣщавають, въ пѹстынѧхъ живущимъ и ничтоже Ѥлиньскы(х) написании вѣдѹще. смышлени˫а многа и разѹмъ || и многосвѣдѣниѥмь ѹкрашають(с) (πολυπειρία) ГА XIII–XIV, 46–47 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολυϊδρεία — ἡ, Α [πολύϊδρις] (ποιητ. τ.) 1. γνώση πολλών πραγμάτων, πολυπειρία*. πολυμάθεια 2. μεγάλη σύνεση («ἥ πάντ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι», 0μ.0δ.) … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՀՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 409 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. πολυπειρία multa experientia, eruditio Հմտութիւն բազում իրաց. քաջահմտութիւն. շատգիտութիւն. *Հանդերձեալ ոք բարի մեզ եւ իմաստուն ʼի բազմահմտութենէ լինել. Պղատ. օրին. ՟Է: *Զբազմահմտութիւնս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱԶՄԱՓՈՐՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 418 Chronological Sequence: Unknown date գ. πολυπειρία multarum rerum experientia, et peritia Բազում իրաց փորձ եւ հմուտ լինելն. հմտութիւն. *Յուսմունս եւ ʼի բազափորձութիւնս երթայց. Ճ. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇԱՏԱՀՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0467 Chronological Sequence: Early classical գ. πολυπειρία multarum rerum experientia et peritia. Հմտութիւն բազում իրաց. փորձ եւ տեղեակն. գոլ յոյժ. *Պսակ ծերոց՝ շատահմտութիւն. Սիր. ՟Ի՟Ե. 8 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)